- συριγγίς
- συριγγίςlike a pipefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συριγγίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που είναι όμοια με σύριγγα («συριγγὶς κασία», Ανδρόμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
συριγγίδος — συριγγίς like a pipe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)